- ψύλλους
- ψύλλοςfleamasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυλλιάζω — Ν [ψύλλος] 1. (αμτβ.) γεμίζω ψύλλους 2. (μτβ.) μεταδίδω ψύλλους σε άλλον 3. μέσ. ψυλλιάζομαι υποψιάζομαι («ψυλλιάστηκα ότι θα μού φάει τα χρήματα») … Dictionary of Greek
ψυλλίζω — ψύλλισα, ψυλλίστηκα, ψυλλισμένος, καθαρίζω κάτι από τους ψύλλους, αναζητώ τους ψύλλους για να τους σκοτώσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυλλιάζω — ψύλλιασα, ψυλλιάστηκα, ψυλλιασμένος 1. γεμίζω ψύλλους. 2. μεταδίδω ψύλλους σ άλλους. 3. υποψιάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
γυρεύω — και γυρεύγω (AM γυρεύω) [γυρός] διαγράφω κύκλο τρέχοντας μσν. νεοελλ. τριγυρίζω ψάχνοντας νεοελλ. 1. επιζητώ, αναζητώ 2. επιδιώκω κάτι 3. εξετάζω, ερευνώ 4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι 5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» αναζητώ επίμονα β) «γυρεύω ψύλλους… … Dictionary of Greek
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
ψυλλίζω — ΝΑ [ψύλλα] καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τους ψύλλους … Dictionary of Greek
ψυλλιάρης — α, ικο, Ν γεμάτος ψύλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σπυρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ψυλλοδαγκωμένος — η, ο, Ν τσιμπημένος από ψύλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + δαγκωμένος] … Dictionary of Greek
ψυλλοφαγωμένος — η, ο, Ν 1. κατατσιμπημένος από ψύλλους 2. παροιμ. «κάλλιο ψυλλοφαγωμένος παρά λυκοφαγωμένος» δηλώνει ότι από δύο κακά το λιγότερο οδυνηρό είναι προτιμότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + φαγωμένος] … Dictionary of Greek